ανεμπαίζω
Смотреть что такое "ανεμπαίζω" в других словарях:
ανεμπαίζω — κ. ανα (Μ ἀνεμπαίζω) 1. εμπαίζω, περιγελώ παροιμ. «ο μυξής αναμπαίζει το σαλιάρη», «κάθετ η πομπή στη στράτα κι αναμπαίζει τους διαβάτες» (για τους καταγέλαστους που περιγελούν άλλους όμοιους ή καλύτερούς τους) 2. εξαπατώ … Dictionary of Greek
αναμπαίζω — βλ. ανεμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + εμπαίζω] … Dictionary of Greek